- αγραμματισμός
- ο Ιατρ.σύμπτωμα αφασικής διαταραχής τού λόγου, το οποίο συνίσταται στην αδυναμία τού ασθενούς να συγκροτήσει τόσο προφορικά, όσο και γραπτά μια πρόταση λόγου σύμφωνα με τους κανόνες τής γραμματικής που έμαθε.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α- στερητικό + γράμματα + κατάληξη -ισμός, πρβλ. γαλλ. agrammatisme].
Dictionary of Greek. 2013.